- προωστικως
- προωστικῶςтолкая вперед
(κινεῖν Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κινεῖν Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προωστικῶς — προωστικός propellent adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προωστικός — ή, ό / προωστικός, ή, όν, ΝΑ [προωθῶ] νεοελλ. 1. ο κατάλληλος για πρόωση ή αυτός που προκαλεί πρόωση, προωστήριος 2. φρ. α) «προωστικό όργανο» τεχνολ. ο προωστήρας β) «απόδοση προωστικού οργάνου» (μηχανολ.) ο λόγος τής αναπτυσσόμενης από το… … Dictionary of Greek